damaĝo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | damaĝo | damaĝoj |
αιτιατική | damaĝon | damaĝojn |
damaĝo (eo)
- η ζημία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | damaĝo | damaĝoj |
αιτιατική | damaĝon | damaĝojn |
damaĝo (eo)