damasquinage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- damasquinage < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
damasquinage | damasquinages |
damasquinage (fr) αρσενικό
- η τεχνική της δαμασκήνωσης
- έργο που μοιάζει με δαμασκήνωση