dancanta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dancanta | dancantaj |
αιτιατική | dancantan | dancantajn |
dancanta (eo)
- χορευτικός, σχετικός με τον χορό
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
dancanta (eo)
- ενεστώτας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος danci