daresay
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
daresay (en)
- (ιδιωματισμός) μάλλον, χρησιμοποιείται όταν λέω ότι κάτι είναι πιθανό
- ↪ I daresay you’re right.
- Μάλλον έχεις δίκιο.
- ↪ I daresay you’re right.