dazzling
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]dazzling (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dazzling (en)
- η ενέργεια του ρήματος dazzle
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]dazzling (en)
dazzling (en)
dazzling (en)
dazzling (en)