dazzling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

dazzling (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dazzling (en)

  • η ενέργεια του ρήματος dazzle

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

dazzling (en)