deadly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
deadly (en)
- θανατηφόρος, θανάσιμος
- (κατʼ επέκταση) πολύ εύστοχος (για χτύπημα, βολή κλπ)
- (ανεπίσημο) πολύ βαρετός