Μετάβαση στο περιεχόμενο

dealing

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dealing dealings

dealing (en)

  • (μόνο στον πληθυντικό) οι υποθέσεις, οι δοσοληψίες, επιχειρηματικές δραστηριότητες, οι σχέσεις που έχω με κάποιον στην επιχείρηση
    παράδειγμα  My dealings with him…
    Οι υποθέσεις μου μαζί του…
    παράδειγμα  shady dealings - ύποπτες δοσοληψίες
    παράδειγμα  I have dealings with someone.
    Έχω δοσοληψίες με κάποιον.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

dealing (en)