debar
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | debar |
γ΄ ενικό ενεστώτα | debars |
αόριστος | debarred |
παθητική μετοχή | debarred |
ενεργητική μετοχή | debarring |
ενεστώτας | debar |
γ΄ ενικό ενεστώτα | debars |
αόριστος | debarred |
παθητική μετοχή | debarred |
ενεργητική μετοχή | debarring |