Μετάβαση στο περιεχόμενο

dedicate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας dedicate
γ΄ ενικό ενεστώτα dedicates
αόριστος dedicated
παθητική μετοχή dedicated
ενεργητική μετοχή dedicating

dedicate (en) (μεταβατικό)

  1. αφιερώνω, διαθέτω κάτι ειδικά εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για να υπηρετήσω κάποιον ή κάτι
      They dedicated their lives to helping the poor.
    Αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ανακούφιση των φτωχών.
      He dedicated himself to God.
    Αφιερώθηκε στο Θεό.
      I dedicate my free time to sports.
    Αφιερώνω τον ελεύθερο χρόνο μου στα σπορ.
  2. αφιερώνω ένα βιβλίο, ένα βραβείο κτλ. για να τιμήσω κάποιον
      I dedicate my book to the memory of my teacher/my teacher.
    Αφιερώνω το βιβλίο μου στη μνήμη του δασκάλου μου/στο δάσκαλό μου.
  3. αφιερώνω, εγκαινιάζω, πραγματοποιώ μια επίσημη τελετή για να δηλώσω ότι ένα κτίριο ή ένα αντικείμενο έχει ειδικό σκοπό ή είναι ιδιαίτερο στη μνήμη ενός συγκεκριμένου ατόμου
      A memorial stone was dedicated to the memory of those who lost their lives in the war.
    Μια αναμνηστική πλάκα αφιερώθηκε στη μνήμη αυτών που έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο.
      The chapel was inaugurated in 1880.
    Το παρεκκλήσι εγκαινιάστηκε το 1880.

Συγγενικά

[επεξεργασία]