dedicate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | dedicate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dedicates |
αόριστος | dedicated |
παθητική μετοχή | dedicated |
ενεργητική μετοχή | dedicating |
Ρήμα
[επεξεργασία]dedicate (en) (μεταβατικό)
- αφιερώνω, διαθέτω κάτι ειδικά εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για να υπηρετήσω κάποιον ή κάτι
- ⮡ They dedicated their lives to helping the poor.
- Αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ανακούφιση των φτωχών.
- ⮡ He dedicated himself to God.
- Αφιερώθηκε στο Θεό.
- ⮡ I dedicate my free time to sports.
- Αφιερώνω τον ελεύθερο χρόνο μου στα σπορ.
- ⮡ They dedicated their lives to helping the poor.
- αφιερώνω ένα βιβλίο, ένα βραβείο κτλ. για να τιμήσω κάποιον
- ⮡ I dedicate my book to the memory of my teacher/my teacher.
- Αφιερώνω το βιβλίο μου στη μνήμη του δασκάλου μου/στο δάσκαλό μου.
- ⮡ I dedicate my book to the memory of my teacher/my teacher.
- αφιερώνω, εγκαινιάζω, πραγματοποιώ μια επίσημη τελετή για να δηλώσω ότι ένα κτίριο ή ένα αντικείμενο έχει ειδικό σκοπό ή είναι ιδιαίτερο στη μνήμη ενός συγκεκριμένου ατόμου
- ⮡ A memorial stone was dedicated to the memory of those who lost their lives in the war.
- Μια αναμνηστική πλάκα αφιερώθηκε στη μνήμη αυτών που έχασαν τη ζωή τους στον πόλεμο.
- ⮡ The chapel was inaugurated in 1880.
- Το παρεκκλήσι εγκαινιάστηκε το 1880.
- ⮡ A memorial stone was dedicated to the memory of those who lost their lives in the war.