deflate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | deflate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deflates |
αόριστος | deflated |
παθητική μετοχή | deflated |
ενεργητική μετοχή | deflating |
Ρήμα
[επεξεργασία]deflate (en)
- υποτιμώ κάποιον
- (οικονομία) υποτιμώ
- (για μπαλόνια, λάστιχα αυτοκινήτου) ξεφουσκώνω