deko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | deko | dekoj |
αιτιατική | dekon | dekojn |
deko (eo)
- li havas dekojn da libroj - έχει δεκάδες βιβλία