delira
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | delira | deliraj |
αιτιατική | deliran | delirajn |
delira (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | delira | deliraj |
αιτιατική | deliran | delirajn |
delira (eo)