demando
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | demando | demandoj |
αιτιατική | demandon | demandojn |
demando (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | demando | demandoj |
αιτιατική | demandon | demandojn |
demando (eo)