dentist

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
dentist dentists

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dentist (en) αρσενικό ή θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dentist (sq)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dentist (ro)