dentist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dentist | dentists |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dentist (en) αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο οδοντίατρος, η οδοντίατρος, οδοντογιατρός
Αλβανικά (sq)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dentist (sq)
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dentist (ro)