dependability
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dependability (en) (μη μετρήσιμο)
- η αξιοπιστία
- ↪ The dependability of his sources is doubtful.
- Η αξιοπιστία των πηγών του είναι αμφίβολη.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη credibility
- ↪ The dependability of his sources is doubtful.