dependability
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dependability (en) (μη μετρήσιμο)
- η αξιοπιστία
- ⮡ The dependability of his sources is doubtful.
- Η αξιοπιστία των πηγών του είναι αμφίβολη.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη credibility
- ⮡ The dependability of his sources is doubtful.