despierto
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά
(es)
[
επεξεργασία
]
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
despierto
(es)
άγρυπνος
,
ξύπνιος
Ρηματικός τύπος
[
επεξεργασία
]
despierto
(es)
α΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
ενεστώτα
του
despertar
Κατηγορίες
:
Ισπανική γλώσσα
Επίθετα (ισπανικά)
Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
Ρηματικοί τύποι (ισπανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Català
Čeština
English
Esperanto
Español
Suomi
Français
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
한국어
Kurdî
Malagasy
Nederlands
Polski
Svenska
中文