devolution
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]devolution (en)
- η μεταβίβαση δικαιώματος σε κάποιον άλλον
- η αποκέντρωση· η μεταβίβαση εξουσιών και αρμοδιοτήτων από την κεντρική εξουσία στις τοπικές κυβερνήσεις
- (the) devolution of (something) into (something): η χειροτέρευση, η υποβάθμιση, η παρακμή του τάδε σε τάδε