devolution

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

devolution (en)

  1. η μεταβίβαση δικαιώματος σε κάποιον άλλον
  2. η αποκέντρωση· η μεταβίβαση εξουσιών και αρμοδιοτήτων από την κεντρική εξουσία στις τοπικές κυβερνήσεις
  3. (the) devolution of (something) into (something): η χειροτέρευση, η υποβάθμιση, η παρακμή του τάδε σε τάδε