devote
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | devote |
γ΄ ενικό ενεστώτα | devotes |
αόριστος | devoted |
παθητική μετοχή | devoted |
ενεργητική μετοχή | devoting |
Ρήμα[επεξεργασία]
devote (en)