devour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | devour |
γ΄ ενικό ενεστώτα | devours |
αόριστος | devoured |
παθητική μετοχή | devoured |
ενεργητική μετοχή | devouring |
Ρήμα[επεξεργασία]
devour (en)
- καταβροχθίζω, τρώω όλα γρήγορα, ειδικά επειδή πεινάω πολύ
- ↪ The tiger devoured its prey.
- Η τίγρη καταβρόχθισε τη λεία της.
- ↪ The tiger devoured its prey.