diététique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /dje.te.tik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
diététique | diététiques |
diététique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
diététique | diététiques |
diététique (fr) θηλυκό