dichotomique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dichotomique | dichotomiques |
θηλυκό | dichotomiquee | dichotomiquees |
Επίθετο
[επεξεργασία]dichotomique (fr) αρσενικό ή θηλυκό