didactique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /di.dak.tik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
didactique | didactiques |
didactique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
didactique | didactiques |
didactique (fr) αρσενικό ή θηλυκό