dietista
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
dietista (pt) < από το diet - + -ista
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dietista | dietistas |
dietista (pt) < από το diet - + -ista
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dietista | dietistas |