diet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
diet diets

diet (en)

  1. η δίαιτα
    I am on a diet to lose weight.
    Κάνω δίαιτα για ν' αδυνατίσω.
    I am on a diet.
    Είμαι σε δίαιτα.
  2. η Δίαιτα (νομοθετικό σώμα)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας diet
γ΄ ενικό ενεστώτα diets
αόριστος dieted
παθητική μετοχή dieted
ενεργητική μετοχή dieting

diet (en)

  1. (αμετάβατο) κάνω δίαιτα, διαιτώμαι, ακολουθώ μια δίαιτα
    I am dieting.
    Κάνω δίαιτα.
  2. (μεταβατικό) βάζω κάποιον σε δίαιτα

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 219-220. ISBN 9780194325684. , λήμμα: δίαιτα