diet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
diet (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
diet (en)
- διαιτώμαι, ακολουθώ μια δίαιτα
- κάνω δίαιτα