diploma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

diploma (en)



Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

diploma (bs)


Λατινικά (la)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

diploma < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική δίπλωμα < διπλόω / διπλῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

diploma (la) ουδέτερο (γενική: dī˘plōmătis, πληθυντικός: diplomata)

Πηγές[επεξεργασία]