diploma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]diploma (en)
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]diploma (bs)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- diploma < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική δίπλωμα < διπλόω / διπλῶ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]diploma (la) ουδέτερο (γενική: dī˘plōmătis, πληθυντικός: diplomata)
Πηγές
[επεξεργασία]- diploma - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.