Μετάβαση στο περιεχόμενο

discovery

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
discovery discoveries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

discovery (en)

  • η ανακάλυψη
      This discovery represents a major scientific advance.
    Η ανακάλυψη αυτή αντιπροσωπεύει μια μεγάλη επιστημονική πρόοδο.