discovery
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
discovery | discoveries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
discovery (en)
- η ανακάλυψη
- ↪ This discovery represents a major scientific advance.
- Η ανακάλυψη αυτή αντιπροσωπεύει μια μεγάλη επιστημονική πρόοδο.
- ↪ This discovery represents a major scientific advance.