discriminer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- discriminer < λατινική discriminare
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dis.kʁi.mi.ne/
Ρήμα[επεξεργασία]
discriminer (fr)
- (λογοτεχνία) διακρίνω