disinterest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /dɪsˈɪnt(ə)rɪst/ και /dɪsˈɪntɹɛst/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η αδιαφορία
- η αμεροληψία
κατάλληλες προθέσεις[επεξεργασία]
- αδιαφορία → disinterest in: (someone or something) αδιαφορία για (κάποιον ή κάτι)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
ως αδιαφορία
ως αμεροληψία