disinterest

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɪsˈɪnt(ə)rɪst/ & /dɪsˈɪntɹɛst/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

  1. η αδιαφορία
  2. η αμεροληψία


κατάλληλες προθέσεις[επεξεργασία]

  • αδιαφορία → disinterest in: (someone or something) αδιαφορία για (κάποιον ή κάτι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

ως αδιαφορία

ως αμεροληψία