disputiga

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

disputiga < disput + -ig- + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική disputiga disputigaj
αιτιατική disputigan disputigajn

disputiga (eo)

ili diskutis pri diversaj disputigaj aferoj - συζήτησαν περί διαφόρων διεκδικητικών υποθέσεων