Μετάβαση στο περιεχόμενο

dissolution

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dissolution (en)

  1. η διάλυση
  2. η λύση, ο τερματισμός


      ενικός         πληθυντικός  
dissolution dissolutions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dissolution (fr) θηλυκό

  1. η διάλυση
  2. η εξάρθρωση