dissolution
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dissolution (en)
- η διάλυση
- η λύση, ο τερματισμός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dissolution | dissolutions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dissolution (fr) θηλυκό