Μετάβαση στο περιεχόμενο

διάλυση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάλυση οι διαλύσεις
      γενική της διάλυσης* των διαλύσεων
    αιτιατική τη διάλυση τις διαλύσεις
     κλητική διάλυση διαλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διάλυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάλυσις, (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dissolution)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διάλυση θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαλύω
  2. (κοινά) η νομική ή οικονομική λύση μιας επιχείρησης

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]