distanco
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | distanco | distancoj |
αιτιατική | distancon | distancojn |
distanco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | distanco | distancoj |
αιτιατική | distancon | distancojn |
distanco (eo)