Μετάβαση στο περιεχόμενο

distant

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός distant
συγκριτικός more distant
υπερθετικός most distant

Επίθετο

[επεξεργασία]

distant (en)

  1. μακρινός, απόμακρος, απομακρυσμένος, που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση
      Canons were sounding like distant thunder.
    Ακούγονταν κανονιές σαν μακρινά μπουμπουνητά.
      He resides in a distant district.
    Κατοικεί σε μια απόμακρη συνοικία.
      distant past/future - μακρινό παρελθόν/μέλλον
      distant areas - απομακρυσμένες περιοχές
     συνώνυμα:  far, far-flung, far-off, faraway, outlying και remote
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) μακρινός, για ένα άτομο που έχει σχέση με κάποιον αλλά όχι στενά
      We are distant relatives.
    Είμαστε μακρινοί συγγενείς.
  3. απομακρυσμένος, αποξενωμένος, που δεν είναι φιλικός· που δεν θέλει στενές σχέσεις με κάποιον
      He is distant from his siblings.
    Είναι απομακρυσμένος από τ' αδέρφια του.
      I myself always felt distant from my parents.
    Κι ο ίδιος ένιωθα πάντα αποξενωμένος από τους γονείς μου.
  4. απόμακρος, που δεν προσέχει κάτι αλλά σκέφτεται κάτι τελείως διαφορετικό
      There was a distant look in her eyes; her mind was obviously on something else.
    Είχε ένα απόμακρο βλέμμα στα μάτια της· το μυαλό της ήταν προφανώς αλλού.



Επίθετο

[επεξεργασία]

distant (fr)