απομακρυσμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]απομακρυσμένος, -η, -ο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις απομακρύνω και μακρύς
απομακρυσμένος, -η, -ο