μακρινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μακρινός < μεσαιωνική ελληνική < μακριά
Επίθετο[επεξεργασία]
μακρινός, -ή, -ό
- που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση
- μακρινές χώρες
- που συμβαίνει σε ή προέρχεται από έναν τόπο που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση
- ακούγονταν κάτι μακρινές φωνές
- που συμβαίνει ή αναφέρεται σε μια εποχή που απέχει χρονικά πολύ από το παρόν (είτε στο παρελθόν ή στο μέλλον)
- οι επιστήμονες δεν έχουν αποφανθεί ακόμη αν τα απολιθώματα αυτά ανήκουν σε κάποιον μακρινό μας πρόγονο ή σε άλλο είδος
- αυτή η προοπτική είναι ακόμη πολύ μακρινή
- (μεταφορικά)
- μας επισκέφτηκαν κάτι μακρινοί μας συγγενείς που είχαμε να τους δούμε χρόνια