dit
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dit | dits |
θηλυκό | dite | dites |
dit (fr)
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dit (ca)
- το δάχτυλο
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dit | dits |
θηλυκό | dite | dites |
dit (fr)
dit (ca)