divisible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]divisible (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
divisible | divisibles |
Επίθετο
[επεξεργασία]divisible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη diviser
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]divisible (es) αρσενικό ή θηλυκό