Μετάβαση στο περιεχόμενο

doba

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
doba < πρωτοσλαβική doba

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈdɔba/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

doba (pl) θηλυκό

  1. το ημερονύχτιο, το εικοσιτετράωρο
  2. (μεταφορικά) η εποχή, η περίοδος

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

doba (sr)

  • λατινική γραφή του доба



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
doba < πρωτοσλαβική doba

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

doba (cs) θηλυκό

  1. η εποχή, η περίοδος

Παράγωγα

[επεξεργασία]