doglie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

doglie < πληθυντικός αριθμός του doglia (πόνος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

doglie (it)