dogmatisme
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- dogmatisme < εκκλησιαστική λατινική dogmatismus
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /dɔɡ.ma.tism/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| dogmatisme | dogmatismes |
dogmatisme (fr) αρσενικό