dorade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Dorade
      ενικός         πληθυντικός  
dorade dorades

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dorade (fr) και daurade θηλυκό

  1. (ψάρι) dorade grise - η τσιπούρα
  2. (ψάρι) dorade rouge - το λυθρίνι