down pat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
down pat (en)
- (ιδιωματισμός, αμερικανικά αγγλικά) έτοιμος, ξέρω κάτι τέλεια για να μπορώ να το επαναλαμβάνω κάθε φορά χωρίς να χρειάζεται να το σκέφτομαι
- ↪ You have your excuses down pat!
- Τις έχεις έτοιμες τις δικαιολογίες σου!
- ↪ You have your excuses down pat!
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- pat (idioms): have/know something off pat - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 340. ISBN 9780194325684., λήμμα: έτοιμος