downtown
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]downtown (en) (χωρίς παραθετικά)
- που βρίσκεται στο κέντρο μιας πόλης
- ↪ The car traffic downtown is non-stop day and night.
- Η κίνηση των αυτοκινήτων στο κέντρο είναι ασταμάτητη μέρα νύχτα.
- ↪ Most theaters are in downtown Athens.
- Τα περισσότερα θέατρα είναι στο κέντρο της Αθήνας.
- ↪ The car traffic downtown is non-stop day and night.
Επίρρημα
[επεξεργασία]downtown (en) (χωρίς παραθετικά)
- κάνω κάτι στο κέντρο μιας πόλης
- ↪ I live right downtown.
- Μένω ακριβώς στο κέντρο.
- ↪ Are you going downtown?
- Πας προς το κέντρο;
- ↪ I live right downtown.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
downtown | downtowns |
downtown (en)
- το κέντρο μιας πόλης
- ↪ the large downtowns - τα μεγάλα αστικά κέντρα