dozen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dozen | dozen |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dozen (en)
- η δωδεκάδα, η ντουζίνα, μια ομάδα δώδεκα από το ίδιο πράγμα
- ↪ one dozen shirts - μια δεκάδα πουκάμισα
- ↪ two dozen eggs - δύο δωδεκάδες αυγά
- ↪ half a dozen - μισή ντουζίνα
- (ανεπίσημο, μόνο πληθυντικός, dozens) οι δωδεκάδες, για να δηλώσω μεγάλο αριθμό
- ↪ The wind uprooted dozens of trees.
- Ο άνεμος ξερίζωσε δωδεκάδες δέντρα.
- ↪ He’s buying shoes in (the) dozens./He’s buying shoes by the dozens.
- Με τις δωδεκάδες αγοράζει τα παπούτσια.
- ↪ The wind uprooted dozens of trees.