draperie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
draperie | draperies |
draperie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) ύφασμα ή ένδυμα από τσόχα
- μάλλινο ύφασμα
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
draperie | draperies |
draperie (fr) θηλυκό
- η κατασκευή και το εμπόριο της τσόχας
- το επάγγελμα τοο κατασκευαστή και του έμπορα τσόχας
- το εργοστάσιο τσόχας
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη drap