dresseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dresseur | dresseurs |
θηλυκό | dresseuse | dresseuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dresseur (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dresser