dresser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dresser (en)
- αυτός που ντύνει
- αυτός που ντύνεται κατά ένα ορισμένο τρόπο
- ο βοηθός γκαρνταρόμπας σε ένα θέατρο, ο αμπιγιέρ, η αμπιγιέζ
- η σιφονιέρα (έπιπλο)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
dresser (fr)