αμπιγιέζ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπιγιέζ < (άμεσο δάνειο) γαλλική habilleuse, θηλυκό του habilleur (αμπιγιέρ)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμπιγιέζ θηλυκό άκλιτο (αρσενικό αμπιγιέρ)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]