εκπαιδεύω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκπαιδεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκπαιδεύω.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε εκ- + παιδεύω
Ρήμα
[επεξεργασία]εκπαιδεύω
- διδάσκω με συστηματικό τρόπο κάποιον με σκοπό αυτός να αποκτήσει γνώσεις και δεξιότητες
- μαθαίνω σε ένα ζώο να εκτελεί συγκεκριμένες ενέργειες, το εκγυμνάζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εκπαιδεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας