εκπαιδευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκπαιδευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκπαιδεύω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ek.pe.ðevˈme.nos/
Μετοχή[επεξεργασία]
εκπαιδευμένος -η -ο
- που έχει εκπαιδευτεί